(ἡ. ἢ ἀλγεινῶς Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἡστικῶς — ἡστικός pleasing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηστικός — ἡστικός, ή, όν (Α) [ηστός] ηδονικός, ευάρεστος, ευχάριστος. επίρρ... ἡστικὼς (Α) ευάρεστα, ηδονικά … Dictionary of Greek